- σπονδειακώς
- Μεπίρρ. βλ. σπονδειακός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπονδειακῶς — σπονδειακός of the kind used at libations adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδειακός — ή, όν, ΜΑ [σπονδεῑος] 1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από σπονδείους 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σπονδειακός (ενν. πούς) ο αντίσπαστος* (U U). επίρρ... σπονδειακῶς Μ έτσι ώστε να αποτελείται από σπονδείους … Dictionary of Greek